υπερβέβαιος

υπερβέβαιος
-η, -ο, θηλ. και -αία, Ν
περισσότερο και από βέβαιος, απόλυτα βέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + βέβαιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιω. Καρασούτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερβέβαιος — η, ο ο εντελώς βέβαιος, ο βεβαιότατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”